- γάβγισμα
- accumulation
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γάβγισμα — το οι κραυγές του σκύλου, το αλύχτημα: Δεν κοιμήθηκα το βράδυ γιατί με ενοχλούσε το γάβγισμα ενός σκύλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάβγισμα — και γάβλισμα, το το αλύχτημα, η φωνή του σκύλου … Dictionary of Greek
κυνυλαγμός — κυνυλαγμός, ὁ (Α) γάβγισμα σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ὑλαγμός «γάβγισμα»] … Dictionary of Greek
αλυχτούρισμα — το θρηνώδες γάβγισμα, ούρλιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλυχτουρώ, κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε ίζω] … Dictionary of Greek
αλύχτημα — το [αλυχτώ] υλακή, γάβγισμα … Dictionary of Greek
βάβισμα — το [βαβίζω] το γάβγισμα … Dictionary of Greek
βάυσμα — το [βαΰζω] 1. κραυγή 2. κλάμα βρέφους 3. γάβγισμα … Dictionary of Greek
βαβίζω — (Μ βαβύζω) γαβγίζω νεοελλ. 1. βρίζω, κατηγορώ 2. μουρμουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. βαβ*, που μιμείται το γάβγισμα του σκύλου] … Dictionary of Greek
γαβ — και γάβου αποδίδει την υλακή, το γάβγισμα του σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη] … Dictionary of Greek
θωυσμός — θωϋσμός, ὁ (Μ) [θωΰσσω] κραυγή, υλακή, γάβγισμα («θωϋσμός κυνῶν», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek
κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… … Dictionary of Greek